- συναθροισθείς
- συναθροίζωgather togetheraor part pass masc nom/voc sgσυναθροίζωgather togetheraor part pass masc nom/voc sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναγρόμενος — ἐναγρόμενος, η, ον (Α) (επικ. τ. μτχ. μέσ. αορ. β τού ἐναγείρω) συναχθείς, συναθροισθείς … Dictionary of Greek